- ορυκτήριος
- ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή τού εδάφους2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριονσκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek